πωλή — και δωρ. τ. πώλα, ἡ, Α η πώληση. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. παράγωγο < πωλῶ] … Dictionary of Greek
πωλῆι — πωλῇ , πωλέομαι go up and down pres subj mp 2nd sg πωλῇ , πωλέομαι go up and down pres ind mp 2nd sg πωλῇ , πωλέω sell pres subj mp 2nd sg πωλῇ , πωλέω sell pres ind mp 2nd sg πωλῇ , πωλέω sell pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πωλέων — πώλη fem gen pl (epic ionic) πώλης seller masc gen pl (epic ionic) πωλέω sell pres part act masc nom sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πωλῶν — πώλη fem gen pl πώλης seller masc gen pl πωλέω sell pres part act masc nom sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πώλης — πώλη fem gen sg (attic epic ionic) πώλης seller masc nom sg πωλέω sell imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πώλα — πώλᾱ , πώλη fem nom/voc/acc dual πώλᾱ , πώλη fem nom/voc sg (doric aeolic) πώλᾱ , πώλης seller masc nom/voc/acc dual πώλᾱ , πώλης seller masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πώλας — πώλᾱς , πώλη fem acc pl πώλᾱς , πώλη fem gen sg (doric aeolic) πώλᾱς , πώλης seller masc acc pl πώλᾱς , πώλης seller masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατηγορητήριο — το 1. η κατά την έναρξη τής δίκης έγγραφή ή και προφορική διατύπωση τής κατηγορίας εναντίον τού κατηγορουμένου 2. το δικονομικό έγγραφο που περιέχει την πράξη η οποία αποδίδεται στον δράστη, με αποφάσεις τών αρμόδιων συμβουλίων πλημμελειοδικών ή… … Dictionary of Greek
λυσσητήρ — λυσσητήρ, ῆρος, ὁ (ΑM) λυσσώδης, μανιώδης. [ΕΤΥΜΟΛ. < λυσσώ (I) + επίθημα (η)τήρ (πρβλ. οικη τήρ, πωλη τήρ)] … Dictionary of Greek
λωβητήρ — λωβητήρ, ῆρος, ὁ, ἡ, θηλ. και λωβήτειρα (Α) 1. υβριστής 2. (για τις Ερινύες) ολέθριος, καταστροφέας («τούτων σε λωβητῆρες ὑστεροφθόροι», Σοφ.) 3. άθλιος, μηδαμινός άνθρωπος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λώβη «προσβολή, κακομεταχείρηση» + επίθημα τήρ (πρβλ.… … Dictionary of Greek